Άκουε πολλά, λάλει καίρια.

ΒΙΑΣ Ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ
  • Βίντεο

Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής για τη Συμφωνία των Πρεσπών

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η συζήτησή μας σήμερα για ένα τόσο κεντρικό και σοβαρό θέμα εξωτερικής πολιτικής (εθνικό θέμα το λέμε και είναι) όπως η «Συμφωνία των Πρεσπών», θα μπορούσε να διεξάγεται σε ένα τελείως διαφορετικό πνεύμα και κλίμα από αυτό που επικρατεί τόσο μέσα στην αίθουσα όσο και ευρύτερα στην κοινωνία.

Διότι, είναι ένα από εκείνα τα θέματα που για την επιτυχή επίλυσή τους αλλά κυρίως για την μακρά βιωσιμότητά τους, αναγκαία και επαρκή συνθήκη αποτελούν τόσο η εθνική συνεννόηση σε επίπεδο κομμάτων όσο και η κατανόηση και συγκατάθεση της κοινωνίας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Το θέμα των σχέσεων της Ελλάδας με την Π.Γ.Δ.Μ., μετά από πολυετείς εντάσεις και αντιπαραθέσεις βρέθηκε την τελευταία περίοδο και με την νέα ηγεσία της γειτονικής χώρας, σε προοπτική επίλυσης των διαφορών. Με την Συμφωνία των Πρεσπών επιχειρείται να λυθεί το θέμα, η εκκρεμότητα και η διαιώνιση του οποίου αποβαίνει σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Εξ ορισμού αποτελεί προϊόν συμβιβασμού. Δύσκολου, κατά την άποψή μου αλλά αναγκαίου. Δεν αποτελεί ούτε κάποιο θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας, όπως θέλει να μας πείσει η κυβερνητική προπαγάνδα, ούτε κάποια εθνική καταστροφή, όπως διατείνονται οι αντίπαλοι και πολέμιοι της.
Η κυβέρνηση, όμως, αντί να επιδιώξει την εθνική συνεννόηση, όπως είπα, ξεκίνησε τις μυστικές διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις και χρησιμοποίησε τη συμφωνία ως εργαλείο για την εξυπηρέτηση του πολιτικού της σχεδίου. Κατ’ αρχάς παραβίασε μια πάγια και δοκιμασμένη αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην περίοδο της Μεταπολίτευσης κατά την οποία στα σοβαρά τουλάχιστον θέματα επιδιώκεται εκ των προτέρων η εθνική συνεννόηση στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή. Κατά δεύτερο λόγο πυροδότησε μια νέα εθνικιστική έξαρση ανοίγοντας τον Ασκό του Αιόλου για έναν Εθνικό Διχασμό που έρχεται να προστεθεί, κι ίσως για ένα ικανό χρονικό διάστημα να συγχωνευτεί, να επικαλύψει ή να αντικαταστήσει τον διχασμό που δημιούργησε το αφήγημα της αντι-μνημονιακής απάτης.
Σε αυτόν τον νέο εντελώς ανώφελο και αχρείαστο εθνικό διχασμό συμπρωταγωνιστεί δυστυχώς η αξιωματική αντιπολίτευση υπερακοντίζοντας σε αδικαιολόγητες εθνικιστικές οξύτητες.
Πάνω στο σώμα της Συμφωνίας διαμορφώνονται και εξελίσσονται πολιτικοί σχεδιασμοί με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες, μακριά και πέρα από τις «εθνικές ευαισθησίες» που υποκριτικά διατυπώνονται ένθεν κακείθεν.
Κύριες και κύριοι συνάδελφοι,
Όσοι διαμορφώσαμε την πολιτική μας ταυτότητα μέσα από τους δημοκρατικούς αγώνες της Αριστεράς σε αυτό τον τόπο δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε την αποστροφή μας απέναντι σε αυτό το νοσηρό κλίμα που εμποδίζει να διαμορφωθεί δημιουργικά και ανεπηρέαστα η πολιτική σκέψη.
Χάθηκε, λοιπόν, μια μοναδική ευκαιρία, να επουλώσουμε τις πληγές του διχαστικού «ή εμείς ή αυτοί» τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Διότι, η ευκαιρία ήταν μοναδική και λόγω τους εμφανούς έντονου ενδιαφέροντος των ευρωπαϊκών εταίρων μας, όσο και λόγω της αλλαγής ηγεσίας στη γείτονα χώρα που έδειχνε προθυμία και αποφασιστικότητα να προχωρήσει.
Αν θα τιμωρηθούν στην κάλπη οι πρωταγωνιστές του νέου Διχασμού είναι το λιγότερο. Τα άλλα τραύματα που προέκυψαν διαρκούν πολύ περισσότερο.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Θα πρέπει με έμφαση να δηλώσω στην αίθουσα αυτή και να επαναλάβω αυτό που δεν κουράζομαι να τονίζω, ότι δηλαδή όσοι είναι αντίθετοι στη συμφωνία είτε για λόγους διαφορετικών εκτιμήσεων και διαφορετικής στάθμισης του εθνικού συμφέροντος είτε για λόγους εθνικού συναισθήματος, όπως μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έχουν τον απόλυτο σεβασμό μου.
Είναι παράλογο να στέκεται κανείς στις διάφορες γραφικότητες και στις ακροδεξιές ακρότητες, όταν έχουμε να κάνουμε με γνήσια αισθήματα χιλιάδων συμπατριωτών μας. Επαναλαμβάνω, ο σεβασμός μας είναι δεδομένος. Θα απαιτούσα, όμως, και από αυτούς να σέβονται και τον πατριωτισμό των άλλων και να μην τον αμφισβητούν. Δεν μας βγάζει πουθενά μια τέτοια στάση. Αντίθετα, μας οδηγεί σε νέες ανώφελες και επιζήμιες για τη χώρα μας καταστάσεις και ενδεχομένως σε νέες εθνικές περιπέτειες. Θα τις πληρώσουμε όλοι πολύ ακριβά.
Σχετικά με την ίδια τη Συμφωνία. Έχω, ήδη, επαρκώς τοποθετηθεί δημοσίως και γραπτώς και προφορικώς. Η Συμφωνία έχει θετικό κεντρικό άξονα ως προς την ονομασία, που άλλωστε αποτελούσε κοινή εθνική γραμμή και κεντρική επιδίωξη κάθε προσπάθειας στο παρελθόν από άλλες κυβερνήσεις. Σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων (erga omnes). Κρίνω ότι η Συμφωνία το διασφαλίζει κι από την άποψη αυτή συνιστά μια επιτυχία.
Υπάρχουν βεβαίως και τα αμφισβητούμενα που δεν τα υποτιμώ, τα οποία αφορούν στα θέματα της ταυτότητας και της γλώσσας. Έχουν επαρκώς επισημανθεί και αναλυθεί τόσο από τους υποστηρικτές όσο και από τους αντιπάλους της Συμφωνίας.
Τα σοβαρά ερωτηματικά υπάρχουν κατά την γνώμη μου σχετικά με την ιστορική ανθεκτικότητα της Συμφωνίας. Δεν είναι κάτι που μπορεί να προβλεφθεί με την ακρίβεια φυσικού φαινομένου. Είναι φανερό ότι θα εξαρτηθεί από την συμπεριφορά των ηγεσιών των δυο χωρών και τις γενιές που καλούνται να συνυπάρξουν αρμονικά και ειρηνικά στο μέλλον σε πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού αλλά και συνεργασίας στο πλαίσιο μιας νέας πραγματικότητας.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Με όλα αυτά θέλω να πω ότι η Συμφωνία, ενώ φαίνεται να επιλύει σημαντικές εκκρεμότητες, δεν αποτελεί το τέλος αλλά την απαρχή μιας νέας εποχής, που ενέχει μεγάλες δυνατότητες αλλά και δυσκολίες και κινδύνους. Θα δοκιμάσει τις σχέσεις καλής γειτονίας και αμοιβαίας επωφελούς συνύπαρξης και συνεργασίας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας.
Και τέλος, απομένει, φυσικά, και πάλι στη δική μας πλευρά να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που αντικειμενικά προσφέρονται από πολιτική, οικονομική και πολιτισμική άποψη, ούτως ώστε να μετουσιώσει σε πράξη, σε πρακτικά αποτελέσματα, την προσδοκία ότι πράγματι η χώρα μας μπορεί να διαδραματίσει ειρηνικό, σταθεροποιητικό και ηγετικό ρόλο στην περιοχή επ’ ωφελεία όλων.
Θα στηρίξω, λοιπόν, με την ψήφο μου τη Συμφωνία ελπίζοντας και προτρέποντας όλους να χαμηλώσουν τους τόνους και να πάψουν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Ας κάνουν όλοι μερικά βήματα πίσω.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση κατάφερε να πάρει, όπως την πήρε με ετερόκλητες ατομικές ψήφους, ψήφο εμπιστοσύνης. Δεν έδωσα ψήφο εμπιστοσύνης κρίνοντας ως αρνητικά τα πεπραγμένα της.
Αδίκως η ίδια πανηγυρίζει. Η νομιμοποίηση της κυβέρνησης στην κοινωνία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Διότι, εξακολουθεί να συνυπάρχει και να λειτουργεί στο πλαίσιο ενός πολιτικού ψεύδους που δεν μπορεί να εγκαταλείψει. Ότι, δηλαδή, η χώρα καταστράφηκε από «το παλιό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα» που έφερε τα κακά Μνημόνια, ενώ σώθηκε από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που έφεραν το 3ο σωτήριο (αλλά ως γνωστόν επαχθέστερο) Μνημόνιο.
Το αδιέξοδο είναι υπαρκτό. Η λύση που θα εξυπηρετούσε τους δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς της χώρας και τους πολίτες θα ήταν η προσφυγή στις κάλπες το συντομότερο δυνατόν.

 

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK