- Βίντεο
ΜΕΤΑ e-συζητάμε: Συνταγματική Αναθεώρηση - Συναινέσεις, Αντιπαραθέσεις, Μικροπολιτικές
Παρακολουθήστε εδώ την 3η συζήτηση του διαδικτυακού κύκλου εκπομπών ΜΕΤΑ e-συζητάμε, των Μεταρρυθμιστών της Αριστεράς. Ο Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ. και Πρώην Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, συζητά με τον Σπύρο Λυκούδη για την Συνταγματική Αναθεώρηση - Συναινέσεις, Αντιπαραθέσεις, Μικροπολιτικές.
Ακολουθεί το βίντεο και τα όσα είπε ο Αντώνης Μανιτάκης:
Για την ανθεκτικότητά του Ελληνικού Συντάγματος
Ενώ όλα σχεδόν κατέρρευσαν στην Ελλάδα, ενώ υπάρχει κατάρρευση και χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος, της αξιοπιστίας του και της ικανότητάς του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, ενώ η χώρα περνά μια πολύ βαθιά κρίση που δεν πέρασε ακόμα και που ήρθε για να μείνει, το Σύνταγμα, η Συνταγματική νομιμότητα, οι συνταγματικοί θεσμοί, η Δημοκρατία, η λαϊκή κυριαρχία, το δημοκρατικό παιχνίδι, η δυνατότητα εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία με τρόπους που προβλέπει το Σύνταγμα, ομαλούς και ειρηνικούς, το Σύνταγμά μας ανταποκρίθηκε.
Για μένα είναι ένα παράδοξο αλλά ευεξήγητο γεγονός. Ευεξήγητο γιατί δείχνει ότι έχουμε μια συνταγματική παράδοση δυο αιώνων. Ότι η πίστη στο Σύνταγμα, ένα είδος συνταγματικού πατριωτισμού δεν αλλοιώθηκε και δεν κλονίστηκε από την κρίση. Ο κόσμος πιστεύει στην αξία της Δημοκρατίας και στο δημοκρατικό παιχνίδι. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι σε όλο αυτό το διάστημα δεν είχαμε παραβίαση θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου. Η Δικαιοσύνη με ενδεχόμενες αδυναμίες, κριτικές που έχουν διατυπωθεί ήδη, ανταποκρίθηκε. Αλλά και ο ελληνικός λαός ανταποκρίθηκε. Έγιναν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις σε δύσκολη περίοδο και ο ελληνικός λαός με σχετική νηφαλιότητα αλλά και μια εντυπωσιακή και αξιοθαύμαστη καρτερικότητα επέμεινε. Με το υπάρχον σύστημα λήφθηκαν μέτρα πολύ επώδυνα και λήφθηκαν μέτρα δημοσιονομικά, σε οικονομικό κυρίως επίπεδο που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να ληφθούν. Το Σύνταγμα έδειξε ότι είχε ρυθμίσεις ήδη από το 1975 αλλά και το 2001 με την Αναθεώρηση, που μπορούσαν να υποδεχθούν νομικά και θεσμικά τους κανόνες και τις διαδικασίες που είχε προβλέψει η Ε.Ε. αλλά και τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η Ελλάδα με το Δ.Ν.Τ. από το 1946. Άρα υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις του Συντάγματος να υποδεχθεί αυτή την διεθνοποίηση. Μη ξεχνάμε ότι με το Μνημόνιο και με τη συμφωνία που έχουμε υπογράψει με το Δ.Ν.Τ. αλλά και με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος της παλιάς νομισματικής και δημοσιονομικής κυριαρχίας. Γιατί το μνημόνιο είχε την εξής συνέπεια: τις σημαντικές αποφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής δεν τις παίρναμε εμείς αλλά αναγκαζόμασταν να τις πάρουμε λόγω της κρίσης και του ελλείματος που είχαμε, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προέβλεπαν οι Ευρωπαίοι. Το Σύνταγμα μας αυτό το αφομοίωσε και έδειξε μια ελαστικότητα, μια προσαρμοστικότητα εντυπωσιακή. Δεν είχαμε δηλαδή παραβίαση του Συντάγματος, είχαμε μια ερμηνεία του Συντάγματος που εναρμονιζόταν με τις θεμελιώδεις αρχές που προβλέπει το ίδιο.
Περάσαν μεταρρυθμίσεις και μέτρα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να περάσουν κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ο τρόπος που πέρασαν ήταν βίαιος, σκληρός και οδήγησε την χώρα σε φτωχοποίηση, δεν το συζητά κανείς αυτό, αλλά από την άλλη μεριά το πολιτικό σύστημα δεν ενστερνίστηκε μόνο του και έγκαιρα αυτές τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ούτε τώρα έχουν γίνει αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Τα δομικά και διαρθρωτικά ελλείματα που είχε η Ελλάδα, εξακολουθεί να τα έχει. Και ενώ υπήρχε το συνταγματικό πλαίσιο, ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργούσε, ενώ γίνονταν σεβαστές οι ατομικές ελευθερίες, η υποκειμενική δυνατότητα και του πολιτικού συστήματος αλλά και του λαού, δεν ανταποκρινόταν σε αυτές τις ανάγκες.
Τούτων δεδομένων η επιβολή της ανάγκης των μεταρρυθμίσεων από τους δανειστές, ήταν ιστορικά αναγκαία, αυτό το πιστεύω. Τελικά επιβλήθηκαν και ήρθε ο πιο φανατικός αντίπαλος αυτών των μέτρων, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τα ενστερνίστηκε, τα υιοθέτησε, υπέγραψε και ένα τρίτο-τέταρτο μνημόνιο και τώρα ζούμε το εξής παράδοξο: έχουμε μια πολιτική δύναμη που κυβερνά την χώρα, που κάνει αυτά που δεν πιστεύει και δεν κάνει αυτά που πιστεύει. Αλλά όλο αυτό δείχνει ότι τελικά η χώρα άντεξε χάρη στους θεσμούς και χάρη στην καρτερικότητα του ελληνικού λαού. Φοβάμαι όμως ότι το πολιτικό σύστημα δεν ανταποκρίθηκε στη κρίση και αυτό θα το πληρώσουμε και στο μέλλον.
Το γεγονός ότι τελικά το Σύνταγμα άντεξε, οφείλεται στο ότι οι θεσμοί που είχαν δημιουργηθεί και η εμπιστοσύνη που έδειξε ο ελληνικός λαός στο Σύνταγμα, ήταν πολύ ισχυρά. Από την άλλη όμως μεριά διαπιστώνουμε ότι ενώ οι θεσμοί ήταν προχωρημένοι, οι φορείς λειτουργίας και ενσάρκωσης αυτών των θεσμών, δεν ανταποκρίθηκαν.
Υπάρχει έλλειμα πολιτικής κουλτούρας και συνείδησης. Θα έλεγα και έλλειμα πολιτικού ήθους. Η Μεταπολίτευση ήταν μια πολύ μεγάλη πρόοδος, τομή στην ελληνική συνταγματική ιστορία. Πολλές μεταρρυθμίσεις ιδίως την περίοδο του ΄80. Αλλά μπήκαμε σε μια αφελή θεσμολαγνεία και νομολατρεία. Πιστεύαμε ότι θα φτιάξουμε τους θεσμούς και οι θεσμοί από μόνοι τους θα φέρουν την αλλαγή. Και αυτό είναι και το σύμπτωμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Πιστεύουμε ότι το Σύνταγμα, ένα κείμενο άφωνο – εμείς του δίνουμε και μιλάει – από μόνο του θα έφερνε μια φοβερή αλλαγή. Δυστυχώς οι θεσμοί δεν δημιούργησαν την κουλτούρα που τους αντιστοιχούσαν. Δυστυχώς δεν καλλιεργήθηκε μια συνείδηση σεβασμού των θεσμών. Δείτε τώρα με τις ανεξάρτητες αρχές. Ταλαιπωρήθηκαν, θεσπίστηκαν με το ζόρι, με κρύα καρδιά και ούτε η πολιτική ούτε η δικαστική εξουσία τους εμπιστεύτηκε.
Για την θητεία του στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, την περίοδο της πιο βαθιάς κρίσης στην χώρα.
Δεν έχω μιλήσει για αυτό το θέμα γιατί με βασάνιζε και με βασανίζει. Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Συγκλονιστική για αυτά που έζησα και για αυτά που έμαθα. Αλλά οι διαπιστώσεις που έκανα ήταν πικρές. Πικρές για τη χώρα, για το πολιτικό σύστημα και για όλους αυτούς που θέλουν να κάνουν την μεταρρύθμιση και δεν μπορούν. Έγινε μια προσπάθεια, κατά τη γνώμη μου πολύ συντονισμένη, για να γίνει μια αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης. Όταν η χώρα μπήκε στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, οι χώρες της Ε.Ε. διαπίστωσαν ότι η Ελλάδα υστερούσε. Υστερούσε στα δομικά της ζητήματα, στην οργάνωση του κράτους, στην παιδεία της, στα νοσοκομεία και στο κοινωνικό της σύστημα. Έφτιαξαν λοιπόν και μας προσφέρανε μια δύναμη, την λεγόμενη task force, μια δωρεάν τεχνική βοήθεια των άλλων κρατών προς την Ελλάδα για να βοηθήσουν την Ελλάδα να ανασυγκροτηθεί. Πίστεψα σε αυτό το σχέδιο, μπήκα σε αυτό, υιοθέτησα τον οδικό χάρτη που μου υποδείχθηκε. Από εκεί και πέρα όμως οι ευρωπαίοι περίμεναν και από την Ελλάδα να ανταποκριθεί σε αυτές τις διαδικασίες. Ξέρετε ποια ήταν η απογοήτευση; κανείς δεν ενστερνίστηκε αυτή την προσπάθεια. Κανένα πολιτικό κόμμα. Ήταν μια προσπάθεια εθνική και αυτή η προσπάθεια ήθελε συνεννόηση. Ήταν μια προσπάθεια που ήθελε μακρύ χρόνο, σχεδιασμό και οικειοποίηση της ανάγκης των μεταρρυθμίσεων πρώτα από τους ενδιαφερόμενους – τους δημοσίους υπαλλήλους – αλλά και από τον πολιτικό κόσμο. Δεν μπορείς να κάνεις μεταρρύθμιση όταν αλλάζεις συνέχεια τους υπουργούς και όταν ένας υπουργός της ίδιας κυβέρνησης ακολουθεί διαφορετική πολιτική. Δεν μπορείς να θέτεις τις βάσεις μιας μεταρρύθμισης που θέλει πενταετή ή εικοσαετή διάρκεια, που πρέπει να είναι διαρκής, εκσυγχρονιστική και να μην στηρίζεται αυτό. Και να μην δημιουργείται και κουλτούρα της ανάγκης της μεταρρύθμισης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιολογημένα είδαν με φόβο και καχυποψία την αξιολόγηση των διοικητικών δομών για να γίνουν πιο παραγωγικοί και αποτελεσματικοί. Φοβήθηκαν ότι θα χάσουν την ασφάλειά τους, τη δουλειά τους. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που είναι διαχρονικό δυστυχώς. Ιδίως μετά την Μεταπολίτευση και την αλλαγή από το ΄81 και μετά, η χώρα έγινε πολύ συντηρητική. Η λέξη «μεταρρύθμιση» και ιδίως στον χώρο της Αριστεράς – πρέπει να το πούμε – έγινε κακόφημη. Δεν την χρησιμοποιούσε η Αριστερά. Δεν την ενστερνιζόταν. Γιαυτό είναι προς τιμήν σου Σπύρο ότι εσύ είχες το θάρρος αμέσως μετά και δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασες την Κίνηση «Μεταρρυθμιστές» που έδειχνε ότι υπήρχε μια δύναμη στην Αριστερά που ενστερνίστηκε την ανάγκη των διαρθρωτικών αλλαγών. Άρα, απέτυχε γιατί αισθάνθηκα ότι ήμουν πολύ μόνος. Απέτυχε γιατί δεν γίνεται από έναν άνθρωπο, γιατί δεν δώσαμε σημασία και είδαμε με πολύ καχυποψία την βοήθεια που μας έδωσαν οι Ευρωπαίοι. Ξέρετε, η βοήθεια αυτή διήρκησε μέχρι την περίοδο που ήρθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ. μπορώ να σας διηγηθώ διάφορα ευτράπελα που συνέβησαν. Με τι ειρωνεία υποδέχθηκαν και αντιμετώπιζαν την βοήθεια της task force. Βέβαια μετά την χρησιμοποίησαν αλλά αποσπασματικά και τυχαία. Άλλαζαν οι υπουργοί, άλλαξαν 3 υπουργοί στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ, και είχαν διαφορετική πολιτική. Ξέρει τώρα κανείς ποιος είναι ο οδικός χάρτης και τι κάνουμε στη δημόσια διοίκηση; Άλλαξε η δημόσια διοίκηση; εξακολουθεί να είναι διαλυμένη και παραλυμένη, χωρίς όραμα, χωρίς στόχο, χωρίς πίστη. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται αλλαγή πρακτικών και κουλτούρας, η οποία όμως δεν μπορεί να ξεκινήσει παρά από τον πολιτικό κόσμο. Δεν βλέπω άλλη λύση. Η νεολαία μας πιστεύω ότι θέλει την αλλαγή, οι παλιές ηλικίες δεν την θέλουν. Ξέρουν ότι πρέπει να γίνουν βαθιές τομές στην ελληνική χώρα, μακροπρόθεσμης απόδοσης. Αλλά θα πρέπει όλες οι δυνάμεις να συνεννοηθούν. Να γίνει μια εθνική συνεννόηση για να σωθεί η χώρα. Δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός κόμματος, πολύ δε λιγότερο ενός ανθρώπου.
Για την αναθεώρηση του Συντάγματος
Η αναθεώρηση αυτή που ξεκίνησε από την κυβερνητική πλειοψηφία, γιατί πάντα έτσι ξεκινάει μια αναθεώρηση, είναι άκαιρη, άτοπη, μάταιη, θεσμικά αλλοπρόσαλλή και πολιτικά παραπλανητική.
Άκαιρη: είναι καιρός να κάνουμε μεταρρύθμιση και μάλιστα ολική αλλάζοντας το Σύνταγμα, όταν κανείς δεν ξέρει τι είδους μεταρρυθμίσεις θα κάνουμε; Πώς θα το αλλάξουμε όταν δεν έχουν συνεννοηθεί οι πολιτικές δυνάμεις μεταξύ τους και όταν βρίζονται στο κοινοβούλιο; το κλίμα είναι εμφυλιοπολεμικό. Είναι κλίμα πόλωσης και χρησιμοποιούν το Σύνταγμα αυτή την εποχή σαν μέσο άσκησης μικροπολιτικής. Για τις εκλογές. Αμφιβάλλω αν η κυβερνητική πλειοψηφία πιστεύει σε αυτό που κάνει και νομίζω ότι είναι έτοιμη να το εγκαταλείψει οποιαδήποτε στιγμή. Γιατί δεν πιστεύει στην αναγκαιότητά του.
Άτοπη: χωρίς πολιτική συναίνεση. Σε μια χώρα που είναι παραζαλισμένη. Ένας λαός που έχει απογοητευθεί και παραιτηθεί. Που δεν πιστεύει στους πολιτικούς, που λέει συνέχεια ότι όλοι το ίδιο είναι. Υπάρχει λοιπόν η πολιτική προϋπόθεση να αλλάξουμε τη χώρα συνταγματικά και αυτό να το ενστερνιστεί ο πολιτικός λαός; Θα εμπνεύσει τον ελληνικό λαό για μια άλλη Ελλάδα; είναι δυνατόν να παίξει αυτόν τον παιδαγωγικό του, μεταρρυθμιστικό του ρόλο το Σύνταγμα; Θα συνεννοηθούν για να φτιάξουν μια μεταρρύθμιση με νηφαλιότητα και μακροπρόθεσμη προοπτική;
Πολιτικά παραπλανητική: γιατί δεν γίνεται για την μεταρρύθμιση, γίνεται για προφανείς προεκλογικούς λόγους. Για κομματικούς λόγους. Είναι γεγονός ότι επιδιώκουν με αυτόν τον τρόπο να μεταφέρουν τη συζήτηση, να αποσπάσουν την προσοχή της κοινής γνώμης από τα ζωτικά προβλήματα που εξακολουθούν να παραμένουν, σε έναν κόσμο φαντασιακό και ειδυλλιακό, σε ένα κόσμο νομικό.
Θεσμικά αλλοπρόσαλλη: γιατί την μεταρρύθμιση της ξεκινάει η κυβερνητική πλειοψηφία πάντα. Από ότι φαίνεται η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να συγκεντρώσει παραπάνω από 151 βουλευτές. Άντε, 160. Αυτό σημαίνει ότι στην επόμενη βουλή θα χρειαστούν 180. Εάν υποθέσουμε ότι πρώτο κόμμα είναι – είτε με αυτοδυναμία, είτε χωρίς αυτοδυναμία – η ΝΔ, τότε αυτή έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Άρα έχει την κοινοβουλευτική δύναμη είτε να σταματήσει την αναθεώρηση και να μην την κάνει, είτε να την προχωρήσει. Εάν προχωρήσει είναι αναγκασμένη να μεταρρυθμίσει τα άρθρα που πρότεινε μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι τα δικά της άρθρα, που θα ήθελε. Το περιεχόμενο όμως, την κατεύθυνση την κανονιστική διατύπωση των άρθρων, θα την κάνει η επόμενη βουλή. Εάν την κάνει σε ένα μόνο άρθρο, τότε ματαιώνεται η μεταρρύθμιση για τα υπόλοιπα άρθρα για 5 έως 10 χρόνια. Άρα η λεγόμενη ολική μεταρρύθμιση δεν θα γίνει εάν γίνει μόνο για ένα άρθρο. Επομένως πιστεύω ότι – για να το πω και πιο ρεαλιστικά – η ΝΔ θα οδηγηθεί σε ματαίωση της αναθεώρησης. Διότι εάν δεν ψηφιστεί ούτε ένα άρθρο, τότε η αναθεώρηση δεν θεωρείται περαιωθήσα. Άρα ματαιώθηκε και άρα μπορεί να ξεκινήσει αμέσως μετά νέα προσπάθεια νέας αναθεώρησης. Αυτά έχω την εντύπωση ότι τα ξέρουν φυσικά οι πολιτικοί, τα ξέρει και ο αρχηγός της ΝΔ και ο πρωθυπουργός της χώρας. Παίζουν ένα πολιτικό παιχνίδι, αλλά σε βάρος του ελληνικού λαού. Υπάρχει μια πολιτική υποκρισία. Φτάνει πια σε αυτή τη χώρα.
Η αναθεώρηση του Συντάγματός δεν αφορά ένα κόμμα. Αφορά τη ζωή μας, την πολιτική μας διαβίωση, το κράτος μας που δεν είναι δεξιό ή αριστερό, είναι το κράτος όλων μας. Αφορά λειτουργίες του πολιτεύματός μας, το ποιος θα μας κυβερνά, με ποιον τρόπο θα μας κυβερνά, τα κοινωνικά μας δικαιώματα. Είναι δυνατόν αυτά να γίνονται σημαία κομματική; είναι δυνατόν αυτά να πέφτουν στην αρένα της πολιτικής αντιπαράθεσης; Έτσι σεβόμαστε τον εαυτό μας και την πολιτική μας παράδοση; έχουμε μια συνταγματική παράδοση για την οποία πρέπει να είμαστε περήφανοι. Δύο αιώνες δημοκρατία, δυο αιώνες συντάγματος, με πραξικοπήματα, με βασιλείες, χωρίς βασιλείες, με εθνικούς διχασμούς, με εμφύλιο πόλεμο. Κρατήσαμε όμως με τα ελλείματα που έχουμε. Δεν είναι δυνατόν τα δυο μεγάλα κόμματα να μην συνεννοούνται μεταξύ τους. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ακόμα η αντίληψη ότι ένα είναι το κόμμα και αυτό μόνο του θα φέρει την αλλαγή. Ποτέ ο μονοκομματισμός δεν έφερε την αλλαγή και η Αριστερά τουλάχιστον – από τα νεανικά μου χρόνια θυμάμαι – αντιπάλεψε με εχθρότητα τον δικομματισμό. Τον θεώρησε σαν αιτία που δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις και δεν προχωράει το πολιτικό μας σύστημα. Αυτό λοιπόν που χτύπησε τόσο πολύ με πάθος και δικαιολογημένα η Αριστερά, το υπηρετεί τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και φτιάχνει το δικό της δικομματικό παιχνίδι. Και ξέρετε ο δικομματισμός τι παράγει; μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Αν μας έκανε εμάς κάτι να πιστέψουμε στην τρικομματική κυβέρνηση το 2012, ήταν το ότι δημιουργούνταν, για πρώτη φορά πιστεύω, κάποια αρχή, κάποια παράδοση για συμμαχικές κυβερνήσεις.
Για να πούμε όμως και την αλήθεια, ξέρουμε πολύ καλά ποια συμφωνία είχαν κάνει τα κόμματα τότε. 4-2-1. Ήταν ντροπή.
Για την μεταρρύθμιση του Συντάγματος
Ήδη από το 2008 αλλά και νωρίτερα, στην αναθεώρηση του 2001 η οποία είχε ξεκινήσει όπως λέει χαρακτηριστικά ο Βαγγέλης Βενιζέλος από το 1956, δηλαδή πολύ νωρίτερα, είχε μπει το θέμα πως εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και είχε μπει το πρόβλημα εάν θα πρέπει ή όχι να διαλύεται η Βουλή αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των 2/3. Όταν μπήκε αυτή η πρόβλεψη η Συνταγματική, στο μυαλού του συντακτικού νομοθέτη, στο μυαλού του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ήταν το εξής, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να έχει έναν ρόλο υπερκομματικό. Για να εκπληρώσει όμως αυτόν τον υπερκομματικό και διαμεσολαβητικό μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ρόλο του θα πρέπει να εκλέγεται με ευρεία πολιτική συναίνεση. Άρα πρέπει να εκλέγεται με 180 ψήφους και μάλιστα με 3 αλλεπάλληλες ψηφοφορίες. Εάν τυχόν δεν επιτευχθεί, τότε ως πολιτική κύρωση και τιμωρία για αυτό, που δεν μπόρεσαν δηλαδή να συνεννοηθούν οι βουλευτές και να εκλέξουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα έπρεπε να είναι διάλυση της Βουλής, να απωλέσουν δηλαδή τις έδρες τους. Αυτή η πρόβλεψη λειτούργησε αντίστροφα από αυτό που προσδοκούσανε και έτσι συμβαίνει πολύ συχνά στις νομικές και συνταγματικές ρυθμίσεις. Άλλο θέλουμε να αντιμετωπίσουμε και άλλο μας βγαίνει γιατί η ιστορία είναι απρόβλεπτη. Χρησιμοποιήθηκε αυτή η δυνατότητα ως μέσο, η μεν αντιπολίτευση να προσφύγει γρήγορα στις εκλογές για να πέσει η κυβέρνηση και η κυβέρνηση να προκαλέσει τις εκλογές, όπως έγινε με τον Αντρέα Παπανδρέου. Ένα παιχνίδι της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ή της αντιπολίτευσης. Και αυτό θεωρήθηκε αρνητικό και το διαπιστώσαμε κυρίως με αφορμή το 2015. Τότε για πρώτη φορά, διότι ανάλογες περιπτώσεις είχαμε και το 1986 που ο Ανδρέας Παπανδρέου πρώτα εξασφάλισε τους 180 και μετά διέλυσε τη Βουλή και το 2010 και το 1990 είχε γίνει αυτό το πράγμα. Και μετά από αυτή την τελευταία συγκυρία, επικεντρώθηκαν όλοι στο ότι θα πρέπει να μην διαλύεται η Βουλή αν τυχόν δεν επιτευχθεί η συμφωνία. Κοιτάξτε όμως το αδιέξοδο που έχουμε πέσει και δείτε πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα της μεταρρύθμισης, το πώς θα μεταρρυθμιστεί. Η μια πρόταση λέει, εάν τυχόν δεν επιτευχθεί εκλογή, τότε η δύο πρώτοι να πηγαίνουν σε δημοψήφισμα. Αυτό όμως είναι διχαστικό. Θα χωριστεί στα δύο το εκλογικό σώμα. Θα ψηφίζει με τι κριτήρια; Την ομορφιά του κάθε υποψηφίου; Αφού δεν θα έχουν την δυνατότητα να εκθέσουν την κυβερνητική τους πολιτική. Ο Πρόεδρος δεν κυβερνάει, οφείλει να ακολουθεί την κυβερνητική πολιτική της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Θα έχουμε έναν νέο διχασμό. Θα κληθεί ο ελληνικός λαός να ψηφίσει πρόσωπα για να κάνει τι; Τι θα ωφελήσει τον τόπο, μια πολιτική αντιπαράθεση; Ας υποθέσουμε ότι γίνεται δημοψήφισμα και βγαίνει ένας Πρόεδρος. Θα έχει λαϊκή νομιμοποίηση; Θα έχει μεγάλη. Τι θα κάνει αυτός ο Πρόεδρος απέναντι στον Πρωθυπουργό εάν ο Πρωθυπουργός είχε υποστηρίξει τον αντίπαλό του; Δεν θα έχουμε μια δικέφαλη εξουσία; Δεν θα έχουμε μια κρίση πολιτικής εξουσίας; Άρα θεωρώ βλακώδες πολιτικά να προτείνεται αυτή η λύση. Η άλλη λύση είναι να συνεχίζονται, αυτό που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ αν θυμάμαι καλά, οι αλλεπάλληλες ψηφοφορίες. Αυτό αν θυμάμαι καλά εφαρμόζεται στην Ιταλία. Πρέπει να δούμε, να το σκεφτούμε εάν θα λειτουργήσει στην Ελλάδα. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σε αυτό το ζήτημα γιατί νομίζω αυτά τώρα θέλουν σκέψη και συζήτηση.
Ότι και να κάνουμε για το Σύνταγμα εάν δεν υπάρχει συναίνεση πολιτική, εάν δεν συναισθανθούν οι ίδιοι οι φορείς της εξουσίας, οι παίκτες του παιχνιδιού την κυβερνητική ευθύνη που έχουν απέναντι στον τόπο, δεν σώζεται η Ελλάδα. Και η Τρίτη λύση είναι να εκλέγεται από ένα τρίτο σώμα, εκλεκτόρων στο οποίο θα μετέχουν Περιφερειάρχες, Δήμαρχοι κλπ. Και αυτή λύση είναι καλή. Αλλά όλα αυτά, δεν μπορούμε κάθε φορά να περιμένουμε μονόχνοτα και μονότονα, με μονολόγους των διαφόρων συνταγματολόγων και πολιτικών όπου ο καθένας λέει τα δικά του και πάει σπίτι του και δεν έχουν πέσει στο τραπέζι να συζητηθούν.
Για την στάση που πρέπει να κρατήσει η αντιπολίτευση
Είμαι πολύ επιφυλακτικός στο γεγονός ότι το Σύνταγμα μπορεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα. Εάν λοιπόν η αντιπολίτευση σε αυτή την φάση, δεν θεωρεί ότι με την αναθεώρηση αυτή χάνεται μια ευκαιρία όπως πιστεύω εγώ, γιατί αν γίνει έστω μεταρρύθμιση ενός άρθρου, τότε χάνεται μια ευκαιρία για ριζική αναθεώρηση ή την ριζική αλλαγή του τόπου, το μόνο που έχει να κάνει είναι αυτή την στιγμή να δείξει φυσικά την διάθεση να υποδείξει, να μπει σε μια συζήτηση, όχι άρνηση, να δείξει ότι υπάρχουν προτάσεις, σκέψεις, ότι θέλει να συζητήσει και να δει αν επιμένει η παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία να μην συνεννοηθεί από τώρα, δηλαδή από την αρχή όπως έγινε στην αναθεώρηση του 2001 με πρωταγωνιστή τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο και από την άλλη πλευρά τον Προκόπη τον Παυλόπουλο, όταν είχαν συνεννοηθεί από την προηγούμενη Βουλή ποια μεταρρύθμιση θα κάνουν στην επόμενη κυβέρνηση. Άρα η συναίνεση είχε επιτευχθεί στο πρώτο στάδιο και ολοκληρώθηκε στο δεύτερο στάδιο. Η μεταρρύθμιση του 2001 ήταν η κατεξοχήν συναινετική. Είχε αναθεωρήσει 90 περίπου άρθρα και είχε συγκεντρώσει 280 ψήφους. Εάν το κρίνει αυτό η αντιπολίτευση δηλαδή ότι δεν αξίζει τον κόπο να γίνει μίνι αναθεώρηση και αυτή η μίνι αναθεώρηση να μας στερήσει για άλλα δέκα χρόνια το να γίνει μια μεγαλύτερη αναθεώρηση, που ακόμα και οι πολιτικοί και οι συνταγματολόγοι πιστεύουν σε αυτή την ανάγκη μιας μεγάλης και ριζικής αναθεώρησης, όπου το Σύνταγμα θα έρθει σαν μια επικύρωση των μεταρρυθμίσεων που θα γίνουν, οι οποίες μπορεί να γίνουν νομοθετικά και μετά να έρθει στο τέλος, τότε δεν πρέπει να βιαστούμε με την αναθεώρηση και μετά την αναθεώρηση να κάνουμε τις αλλαγές στο κράτος και το πολίτευμά μας. Πρέπει πρώτα να επιτευχθούν οι προϋποθέσεις και μετά να έρθει η αναθεώρηση. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι η αντιπολίτευση πρέπει να οδηγηθεί στην ματαίωση της αναθεώρησης και έχω την εντύπωση πως εκεί πάμε.
Εγώ δεν πιστεύω ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία πιστεύει στην αναθεώρηση άλλωστε και μεταξύ τους υπάρχουν και διαφορές, όπως και στην αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος για την σχέση κράτους εκκλησίας όπου φάνηκαν οι εσωτερικές αντιθέσεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας, διότι ενώ μια μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν να διαχωριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο το κράτος και η εκκλησία από την άλλη μεριά ο Πρωθυπουργός της χώρας είχε συνεννοηθεί να κάνει με την Εκκλησία την νομοθετική μεταρρύθμιση για την αλλαγή της μισθοδοσίας κληρικών.
Για τον διαχωρισμό κράτους εκκλησίας
Είναι λάθος να πιστεύετε ότι δεν έχουμε χωρισμό κράτους και εκκλησίας τώρα, θεσμικά τουλάχιστον, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 3, ορίζεται επικρατούσα θρησκεία. Αυτό δεν είναι πρόβλημα γιατί υπάρχει από το 19ο αιώνα, από την δημιουργία του κράτους και έχει διευκρινιστεί κατά κόρον. Αφορά στο ότι επικρατεί στην πλειοψηφία του λαού και δεν σημαίνει ότι είναι η επικρατούσα πάνω στις άλλες. Επιπλέον έχουμε το άρθρο 13 το οποίο καθιερώνει ρητά την θρησκευτική ελευθερία και έχει γίνει δεκτό από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τότε που έγινε η σύγκρουση του Σημίτη με το μακαριστό Χριστόδουλο, έγινε αποδεκτό ότι αυτή η διάταξη, το επικρατούσα δεν εμποδίζει να εξασφαλίσει την πολιτική ουδετερότητα και την ισότητα της θρησκευτικής λατρείας σε όλες τις θρησκευτικές δοξασίες που υπάρχουν στην Ελλάδα. Το θέμα που έχει κυρίως προκύψει με αφορμή αυτή τη διάταξη είναι το θέμα με τα Θρησκευτικά, εκεί είναι το πρόβλημά μας. Αλλά αυτό δείχνει και πως έχουμε εγκλωβιστεί σε μια ιδεολογική μάχη χωρίς πολύ ουσία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει μια αμφιταλαντευόμενη πολιτική σε αυτό το θέμα. Αρχικά είπε και τάχθηκε ότι η διδασκαλία πρέπει να σέβεται αυτούς που είναι ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και δεν πρέπει να έχει η διδασκαλία της χριστιανικής ορθόδοξης δοξασίας τον χαρακτήρα του κατηχητισμού. Αυτά έχουν λυθεί. Είναι δυνατόν να επανερχόμαστε σε αυτό θέμα; Η υποκρισία της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι η πρότασή τους να γράψουμε την λέξη ότι είναι διακριτοί οι ρόλοι. Θα παίζουμε με τις λέξεις; Τι παραπάνω έχει να προσθέσει σε κάτι που έχει κατοχυρωθεί εδώ και 2 αιώνες ότι έχουμε διαχωρισμό, έχουμε ένα κοσμικό κράτος;
Για την αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια
Έχει εγκλωβίσει την χώρα σε μια αναχρονιστική διάταξη που είχε τον ρόλο της όταν καθιερώθηκε το 1975, τότε που επικρατούσε ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία και είχε θεοποιηθεί το κράτος. Έκτοτε όμως έχουμε την εξής πραγματικότητα. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει γεμίσει από παραπανεπιστήμια η χώρα, τα περίφημα college των ξένων Πανεπιστημίων των οποίων συνεχώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πτυχία αναγνωρίζονται άμεσα ή έμμεσα σαν πτυχία πανεπιστημίων. Είναι έτοιμα και μπαίνουν στην ελληνική αγορά με πολύ έξυπνο τρόπο. Επίσης ξέρουμε από την άλλη μεριά ότι αυτή την στιγμή Έλληνες σπουδάζουν στο εξωτερικό. Ξέρετε που παίρνουν πτυχία μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού; Ρουμανία, Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία κλπ. Και έρχονταν λοιπόν ελλιπείς και ήμασταν αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε τα πτυχία τους. Γίνονται δεκαετίες αυτά τα πράγματα. Ζούμε, όλοι μας το ξέρουμε, μια υποβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Μην αναφέρω τώρα άλλα προβλήματα, τα έζησα. Οι συνάδελφοί μου δεν ήθελαν να καθιερώσουμε την αξιολόγηση. Είχαμε καταλήψεις για την αξιολόγηση. Και είχε εξαπλωθεί αυτό το θέμα το 2008, το 2009, είτε με αφορμή το Πανεπιστημιακό άσυλο, είτε με αφορμή την αξιολόγηση στα Πανεπιστήμια. Τώρα πια η αξιολόγηση έχει περάσει με έναν τρόπο επιφανειακό. Άρα νομίζω ότι αν πράγματι πιστεύουμε ότι θέλουμε να ενισχύσουμε τα δημόσια πανεπιστήμια θα πρέπει να άρουμε αυτή την αναχρονιστική διάταξη και να δώσουμε την δυνατότητα στα Πανεπιστήμια, με την ενίσχυση φυσικά του κράτους, να βρουν τους δικούς τους πόρους, για να μπουν σε άμιλλα, να ξέρουμε ποια είναι και ποια όχι τα άξια Πανεπιστήμια. Εάν αφεθούν τα δημόσια Πανεπιστήμια έτσι ελεύθερα και ενισχυθεί η δικιά τους αυτοδιοίκηση τότε πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε θαύματα, γιατί υπάρχουν αυτή την στιγμή συνάδελφοι, κέντρα ερευνών, επιστήμονες που διαπρέπουν και που με τις προσπάθειές τους και τις έρευνές τους τιμούν αυτή την στιγμή την επιστήμη και την πανεπιστημιακή τους ιδιότητα. Έχουμε τις δυνάμεις αλλά δεν έχουν πια το θεσμικό πλαίσιο, το κλίμα. Τι κλίμα να υπάρχει όταν από το πρωί ως το βράδυ ασχολούμαστε με το πανεπιστημιακό άσυλο, με την πόλωση που επικρατεί και δεν κοιτάμε την ουσία της μαθησιακής διαδικασίας; Πιστεύω ότι πρέπει να τελειώνει αυτή η ιστορία, να σταματήσει η πολιτική υποκρισία, να μην δημιουργούμε τεχνητές πολώσεις, να δούμε την πραγματικότητα με ανοιχτά μάτια και να καταλάβουμε πια ότι ζούμε σε μια ανοιχτή παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία και ότι αν θέλουμε να επιβιώσουμε πρέπει να μπορούμε να αντέξουμε στον ανταγωνισμό. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ναι, δυστυχώς ή ευτυχώς, είμαστε σε μια παγκόσμια οικονομία της αγοράς, δεν μπορούμε να κλεινόμαστε σε κρατιστικές αντιλήψεις και τα Πανεπιστήμια είναι η πιο ζωτική δύναμη της χώρας. Αυτή που εκπαιδεύει του επιστήμονες και δεν υπάρχει πιο ευγενές λειτούργημα από αυτό του πανεπιστημιακού λειτουργού. Κάτω από αυτό το κλίμα είναι δυνατό ότι πρέπει να κρατήσουμε τυπικά μια διάταξη που εξακολουθεί η ύπαρξή της και μόνο να οδηγεί τα Πανεπιστήμια σε υποβάθμιση;
Για τον προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας των νομοσχεδίων
Θα πρέπει να υπάρχει προληπτικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας αλλά θα πρέπει να συνδυαστεί με το υπάρχον σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, δυνατότητα που έχουν όλα τα δικαστήρια. Δεν μπορούμε να καταργούμε την παράδοση δύο αιώνων, να τη βελτιώσουμε μπορούμε, να την ανοίξουμε μπορούμε. Όχι Συνταγματικό Δικαστήριο. Χρειάζεται μια μεταρρύθμιση στο τομέα αυτό και μπορούμε να βρούμε πάρα πολλούς τρόπους να εναρμονίσουμε την λειτουργία αυτή. Ένας προληπτικός έλεγχος θα βοηθήσει. Το θέμα δεν είναι τι θα αποφασίσουμε αλλά πως θα το κάνουμε. Και για να το κάνουμε να γίνει λειτουργικό θα πρέπει να συνεννοηθούμε, να μελετήσουμε το πρόβλημα, να δώσουμε την ευκαιρία να γίνουν μελέτες και μετά από αυτό να καταλήξουμε στην μεταρρύθμιση.