Άκουε πολλά, λάλει καίρια.

ΒΙΑΣ Ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ
  • Ενδιαφέροντα άρθρα

Όταν μίλησαν τα Όπλα - 50 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967

Του Βασίλη Καπετανγιάννη

Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τις πρωινές ώρες εκείνης της Παρασκευής της 21ης Απριλίου του 1967, όταν τα άρματα μάχης ξεκίνησαν από το Γουδή για να καταλάβουν την Αθήνα, καταλύοντας το τότε συνταγματικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς. Το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών, της «μικρής χούντας» υπό τον Γ. Παπαδόπουλο, επικαλούμενη κάποιο ανύπαρκτο «κομμουνιστικό κίνδυνο», προκατέλαβε εκείνο της «μεγάλης χούντας» της ηγεσίας του στρατού που περίμενε το «πράσινο φως» από τα Ανάκτορα για να δράσει.
Οι εκλογές της 28ης Μαίου φυσικά ματαιώθηκαν. Ο «πολιτικός κόσμος» βρέθηκε σύσσωμος σιδηροδέσμιος για να συζητεί τα αίτια και τις ευθύνες, ενώ χιλιάδες πολιτών συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν σε τόπους εξορίας. Το πραξικόπημα επεκράτησε σχεδόν αναίμακτα. Καμιά «λαϊκή αντίσταση» δεν εκδηλώθηκε. Η δημοκρατία μπήκε στο «γύψο» και η χώρα σε ένα σκοτεινό τούνελ για μια επταετία, από το οποίο εξήλθε μόνο με την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος εξ αιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και της αιματηρής κυπριακής τραγωδίας.
Από μια άποψη, το πραξικόπημα αποτέλεσε την τελευταία πράξη του εμφυλίου δράματος.
Το ατελές κοινοβουλευτικό καθεστώς ήταν αρκετά αδύναμο αλλά όχι εντελώς ανίσχυρο για να αντισταθεί απέναντι στο μετεμφυλιακό «κράτος ασφάλειας», τους παρακρατικούς μηχανισμούς, το Θρόνο, τον σχετικά αυτονομημένο και θεσμικά υπέρτερο στρατιωτικό μηχανισμό, λόγω της πλήρους εξάρτησής του από τους Αμερικανούς από κάθε άποψη, όπου μάλιστα ανθούσαν ποικίλοι και γνωστοί συνωμοτικοί μηχανισμοί, καθώς και στον «ξένο παράγοντα», ήτοι τον αμερικανικό ο οποίος δεν έριξε σαφώς, απερίφραστα και αποφασιστικά το βάρος του υπέρ κοινοβουλευτικών λύσεων.
Οι πρωταγωνιστές της εποχής, όπως πρόσφατα ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, έχουν δώσει τη δική τους εκδοχή των γεγονότων υποστηρίζοντας φυσικά τις θέσεις τους. Η σοβαρή δημοσιογραφική, ιστοριογραφική, θεωρητική και πολιτική έρευνα έχουν δώσει τις δικές τους. Η βιβλιογραφία είναι ήδη πλούσια. Δε λείπουν φυσικά και ορισμένες ανόητες και άκρως επικίνδυνες ερμηνείες που υποστηρίζουν ότι πρέπει να επικρατήσει το Κακό, να επέλθει η καταστροφή, για να προκύψει μετά το Καλό. Αποτελεί βαθύτατη προσβολή για όσους πραγματικά θυσιάστηκαν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Διότι, δεν είναι πάντα οι νεκροί «λευτεριάς λίπασμα».
Τελικά, το πραξικόπημα ήταν μεν αναμενόμενο αλλά δεν ήταν αναπόφευκτο.
Δεν πρέπει κανείς να υποτάσσεται στην τυραννία των τετελεσμένων ιστορικών γεγονότων και σε ανύπαρκτες ιστορικές νομοτέλειες. Υπήρχαν πολλά περιθώρια συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων της εποχής ώστε να αποτραπεί η μοιραία κατολίσθηση προς την εκτροπή. Οι αναγκαίοι συμβιβασμοί καθυστέρησαν. Πολύ λίγο, πολύ αργά. Η εμπρηστική ρητορεία του Ανδρέα Παπανδρέου και σε ήσσονα βαθμό της Αριστεράς καθώς και οι αδιάλλακτες «αγωνιστικές» στάσεις και «αντιστασιακές» φαντασιώσεις φόβιζαν και υπονόμευαν συμβιβαστικές λύσεις.
Ούτε η ιδεολογία της Δεξιάς, η αντικομμουνιστική «εθνικοφροσύνη», επίσημη κρατική ιδεολογία, ούτε της φιλοσοβιετικής μέχρι μυελού οστέων Αριστεράς, που αναπολούσε τον «Χαμένο Παράδεισο» και ζούσε το τραύμα της ήττας μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρά αναχώματα απέναντι στην εκτροπή. Σε συνθήκες «Ψυχρού Πολέμου» η Αριστερά είχε επιλέξει στρατόπεδο και ήταν αδιανόητο να αποτελέσει μέρος κάποιας λύσης. Πόσο μάλλον όταν ελάχιστη πίστη είχε στην «αστική δημοκρατία». Το δε φαινόμενο της «Αποστασίας» που απέβλεπε πολιτικά στον συμβιβασμό με τα Ανάκτορα, μεθοδεύτηκε άθλια και εξαχρείωσε ακόμα περισσότερο τα πολιτικά ήθη.
Η όλη πολιτική διαμάχη της εποχής, με αποκορύφωμα την πολιτική κρίση 1965-1967, αποσκοπούσε στον πολιτικό έλεγχο του στρατού. Ο ίδιος φρόντισε να λύσει τη διαμάχη αυτή για τον εαυτό του.
Όλα αυτά δεν υποβαθμίζουν τους μεγάλους, πράγματι, και μαζικούς αγώνες της εποχής για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Παραμένουν πάντα κορυφαίο γεγονός της μεταπολεμικής πολιτικής ιστορίας μας.
Και σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιτρεπτό ή αποδεκτό να εξισώνονται οι θύτες με τα θύματα.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι το πραξικόπημα ανέκοψε ένα πολύπλευρο και τεράστιο κίνημα και κύμα εκδημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα που συγκλόνισε τη χώρα καθώς και μια εκπληκτική και δημιουργική άνθηση των γραμμάτων, των τεχνών, της εισαγωγής και διακίνησης δυτικών ρευμάτων σκέψης. Συνταρακτικές πολιτικές και πολιτιστικές πτυχές της συγκλονιστικής δεκαετίας του ’60, που άφησε ανεξίτηλα χαρακτηριστικά στη μετέπειτα εποχή παγκόσμια, είχαν διαθλαστικά τον αντίκτυπό τους σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να ξεπεράσει την καθυστέρηση και την απομόνωσή της.
Δεν είναι καθόλου υπερβολικό που γίνεται λόγος για «Χαμένη Άνοιξη».
Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στο σήμερα ελπίζει κανείς ότι η ο θυμός και η απογοήτευση σημαντικής μερίδας των πολιτών λόγω της παταγώδους διάψευσης της εθνολαϊκιστικής απάτης και κίβδηλης επαγγελίας μιας ιστορικά παρωχημένης και χρεοκοπημένης αριστεράς δε θα αναλωθεί στην αναζήτηση χαρισματικών και «ισχυρών» ηγετών και νέων «Εθνοσωτήρων» πάσης μορφής.
Διότι, τελικά, τα δημοκρατικά πολιτεύματα διατηρούνται και ανθούν μόνο εφόσον οι ώριμοι πολίτες είναι διατεθειμένοι να τα υπερασπίζουν και να τα νομιμοποιούν με τη συμμετοχή και τη δράση τους.

Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία του Τύπου, στο ένθετο Ελεύθερο Πνεύμα

16/04/2017

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK