Άκουε πολλά, λάλει καίρια.

ΒΙΑΣ Ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ
  • Ομιλίες

«Όλοι μαζί τώρα»

Χάρηκα τόσο, όταν προσκλήθηκα να πω δυο λόγια για το βιβλίο του Γιώργου, που, αυτόματα είπα το Ναι, χωρίς να σκεφτώ ούτε το πότε ούτε το πού.
Πήρα το «Όλοι μαζί τώρα» στα χέρια μου απ΄ τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του ξέροντας πως θα τ' ανοίξω και θα το κλείσω 2-3 φορές το πολύ, μέχρι να το τελειώσω. Το διάβαζα και το ζούσα- πώς να το αφήσω. Πόσες φορές αλήθεια δεν έχει ζήσει κάποιος από εμάς κομμάτια ή στιγμές της ζωής του μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, μέσα από ένα φιλμ ή τραγούδι.

Διαβάζοντας το «Όλοι μαζί τώρα» έκανα, μαζί με το Γιώργο, τη δική μου βόλτα στους ίδιους καιρούς, στους ίδιους χώρους, σχεδόν με τους ίδιους γνωστούς και φίλους , με τις ίδιες αγωνίες, φόβους, ανάσες, όνειρα.
Το βιβλίο του Γιώργου είναι σκέτο σινεμά, παρότι θεατράνθρωπος. Χώροι, σκηνές, δράση, ευαισθησίες, πρωταγωνιστές, συγκρούσεις, αγάπες... κι όλα με τη σφραγίδα του γνήσιου, του αυθεντικού. Ο Κοτανίδης δεν τα άκουσε. Τα έζησε. Ήταν εκεί!

Ο Κοτανίδης μου διηγήθηκε μέσα από τις σελίδες του με ακρίβεια και ζωντάνια (τι εικονοπλάστης αλήθεια!) δυο δικά μου, χαμένα χρόνια, από την άνοιξη του ΄70 ως το καλοκαίρι του ΄72. Και ξαναφούντωσε, με την ανάγνωση του βιβλίου, το παράπονό μου για την Ιστορία.
Στρατεύτηκα με διακοπή της αναβολής μου τον Απρίλη του ΄70 κι έμεινα απομονωμένος 2 χρόνια ως... μουλαράς σε στρατόπεδο χαρακτηρισμένων αριστερών στο Πράβι της Μακεδονίας. Ήταν κι αυτή μια απίστευτη εμπειρία, ο απόλυτος χουντοπαραλογισμός, παρέα με 90 μουλάρια! Και μπορεί να γεμίσει ένα - δυο βιβλία η εμπειρία μου αλλά παρών στα όσα διηγείται ο Κοτανίδης δεν ήμουν!

Έτσι δεν έζησα την ΕΚΙΝ από κοντά, δεν είδα να γεννιούνται οι πιο σημαντικές κατά τη γνώμη μου αντιχουντικές πρωτοβουλίες μετά τις πρώτες δίκες του ΠΑΜ και του Ρήγα. Και εννοώ τις θεατρικές παραστάσεις, τις απόπειρες μιας παρέας νέων παιδιών με φλόγα και έρωτα για την Τέχνη και την Ελευθερία. Μέσα στους πρώτους, πρώτος ίσως, ο Γιώργος Κοτανίδης.
Μου τα έγραφε σε γράμματα, λεπτομερώς μεν, με κρυπτογραφικούς κώδικες δε, λόγω λογοκριμένης αλληλογραφίας, η κοπελιά μου τότε, σήμερα γυναίκα μου, κι εγώ τα έκανα εικόνες και τα ζούσα. Αλλά εκεί δεν ήμουν!

Ο Γιώργος ενηλικιώνεται πολιτικά τη βραδιά που ξημερώνουν τα 18α γενέθλιά του, τη μεγάλη βραδιά της Θεσσαλονίκης, τη βραδιά του Γρηγόρη Λαμπράκη.
«Γυρίσαμε και είδαμε ένα τρίκυκλο να έρχεται με φόρα και να στρίβει στην Καρόλου Ντιλ. Πάνω στην καρότσα βρισκόταν ένας άνθρωπος έξαλλος ο οποίος φώναζε "Βοήθεια είναι δολοφόνοι, τον σκότωσαν!". Ήταν γερμένος μπροστά, είχε αρπάξει τον οδηγό και προσπαθούσε να τον σταματήσει, πράγμα που πέτυχε αφού ο οδηγός, μόλις έστριψε σταμάτησε και όρμησε πάνω στον διώκτη του με ένα ρόπαλο.
Τα αίματα πετάχτηκαν από το κεφάλι του αλλά εκείνος αντεπιτέθηκε προσπαθώντας να τον εξουδετερώσει... Στο μεταξύ κάποιοι έτρεξαν να φωνάξουν τη χωροφυλακή που όμως δεν υπήρχε πουθενά. Πρότεινα να πάρουμε τον αριθμό του τρίκυκλου και αμέσως έσκυψα αλλά ήταν καλυμμένος από μία πατσαβούρα. Την αφαίρεσα και σημείωσα τον αριθμό.... Σκότωσαν έναν αριστερό, αλλά δημιούργησαν πολλούς άλλους».
Ο Κοτανίδης ήταν εκεί, έζησε τις μεγάλες ώρες. Και τώρα τα νιώθει να κυλούν μέσα στις φλέβες του όλα αυτά. Βρέθηκα κι εγώ δίπλα στον άλλο νεκρό της νιότης μας. Ήμουνα δίπλα του, ένα μέτρο πιο πίσω, όταν έπεσε ο Σωτήρης Πέτρουλας.

Αισθάνομαι πως τρέχει το ίδιο αίμα στις φλέβες μας, Γιώργο!
Ήταν μια ξεχωριστή γενιά, η γενιά του ΄60. Δεν έπαιζε κρυφτό με το θάνατο, δεν έκανε έφοδο στον ουρανό, όπως η επονίτικη γενιά αλλά έζησε μια έκρηξη πολιτισμού (παγκόσμιου, ευρωπαϊκού ελληνικού) και αγώνων για τη δημοκρατία και την προκοπή.
«Ήμασταν τυχερή γενιά γιατί τη δεκαετία του '60 ήταν στο απόγειο της καριέρας τους οι μεγάλοι Ιταλοί σκηνοθέτες που έκαναν ταινιάρες, όπως ο παλιότερος Ρομπέρτο Ροσελίνι με τις συγκλονιστικές νεορεαλιστικές δημιουργίες του, ο Βιτόριο Ντε Σίκα με τον Κλέφτη ποδηλάτων, ο Φελίνι με τη Γλυκιά ζωή και το 8 1/2, ο Λουκίνο Βισκόντι με το συγκλονιστικό Ο Ρόκο και τ'αδέρφια του, ο Αντονιόνι με τη Νύχτα, την Έκλειψη και την Περιπέτεια, ο Έτορε Σκόλα, ο Μάριο Μονιτσέλι με το Ο κλέψας του κλέψαντος, το Εντιμότατοι φίλοι μου... μαζί και μία ομάδα ιταλών ηθοποιών που είχαμε αγαπήσει πολύ – Μαστρογιάννι, Τονιάτσι, Τοτό, Μανιάνι, Μόνικα Βίτι...».

Κατεβαίνω στην Αθήνα, γράφει ο Γιώργος, Αύγουστος ΄67, μαύρη χούντα. Στη Σχολή του Εθνικού ένα τσούρμο νέα παιδιά. Αννέτα Μιχαλιτσιάνου, Υβόννη Μαλτέζου, Άννα Βαγενά, Αρζόγλου, Μπαλανίκα, Χατζησάββας και τόσοι άλλοι. Με τον Δημήτρη Καμπερίδη, παλιά γνωριμία, φίλοι πολύ από τα παιδικά χρόνια στη Δράμα.

Η Αθήνα, όπως και την Κατοχή, δεν κλείνεται μέσα, δεν κλαίει. Αντιστέκεται με πείσμα, θρηνεί αλλά τραγουδά. Ο δημοκρατικός κόσμος συναντιέται, στην Πλάκα κυρίως. Εκεί κι ο Γιώργος. Πιάνει δουλειά στα «Ταβάνια», τη μπουάτ.

Στα «Ταβάνια» τραγουδάει Θέμης Ανδρεάδης, Δέσποινα Γλέζου και Γιώργος Μαρίνος. Περιγράφει άλλες μπουάτ στην Πλάκα: Εσπερίδες, Απανεμιά, Χάντρες όπου τραγουδούσαν Κ. Χατζής, Λ. Παππάς, Ζωγράφος κ.ά.
«Τελειώναμε τη δουλειά στις 3 ή 4 το πρωί και μετά πηγαίναμε όλοι μαζί για φαγητό στα ξενυχτάδικα της εποχής, στο Elit και το Elysee στο Σύνταγμα, στο γαλακτοπωλείο Ολύμπια της Ομόνοιας, στο Ιντεάλ, που ήταν πάντα αξιόπιστη λύση φαγητού, και στα Νούφαρα ή στο Βυζάντιο στο Κολωνάκι» [75].
«Η Αθήνα του '60 είχε μια μαγεία, είχε κρατήσει λίγη λάμψη από την Αθήνα της belle époque και δεν έμοιαζε καθόλου με το μπουρδέλο που είναι σήμερα»

Περιγράφει τις συνοικίες, τις μονοκατοικίες, τους δρόμους που περπατούσε πάντα με τα πόδια κλπ [79]. Άλλα στέκια: «Η διασκέδαση ήταν κυρίως ταβέρνες, καταρχήν στου Σαμπάνη στην πλατεία Καραμανλάκη και στον Άγιο Λουκά, στου Κιτσίνη στην Καισαριανή, στο Ασχημόπαπο, στον Φώντα στα Εξάρχεια...
Μετά μπουζούκια ή μπουάτ. Άλλες φορές αράζαμε μέχρι το πρωί στα γνωστά στέκια στο Κολωνάκι, στα μαγαζιά της πλατείας και κυρίως στο La minute και στο Number One του πρίγκιπα της νύχτας Γ. Κούνδουρου, στο Ροντέο ή στο Κύτταρο όπου ο Σαββόπουλος παρουσίαζε τραγούδια από το Φορτηγό...» [125].
«Θα θελα να μπορούσα να σας πάω ένα βράδυ στο Χάραμα, λέω συνήθως στους ανθρώπους που αγαπάω... Αυτό το μαγαζί ήταν το νυχτερινό μουσικό και διονυσιακό σχολείο μου για πολλά χρόνια» [126].

Στην Ευρώπη εκείνα τα χρόνια γεννιόταν ένα κίνημα αμφισβήτησης, ανατρεπτικό. Οι καλλιτέχνες ήταν στην πρώτη γραμμή. Θέατρο και Επανάσταση. Οι ιδέες φλογίζουν τους νέους και γεννιέται το Ελεύθερο Θέατρο. «Η όπερα του ζητιάνου» ο «Αλή Ρετζο».

Αναρωτιέμαι αν το «Όλοι μαζί τώρα» είναι βιβλίο ιστορίας. Και σκέφτομαι ένα δάσκαλο σαν το Γιώργο, που έζησε τα όσα διηγείται, που μπορεί να τα αναπαραστήσει με χιούμορ και πάθος, να δραματοποιήσει την εποχή και τη δικτατορία....και σκέφτομαι ναι, αυτό είναι μάθημα ιστορίας.
Καθώς λοιπόν ετοιμάζεται να οργανωθεί ο Γιώργος βρίσκει στο δρόμο του το ΕΚΚΕ. Ιδού πώς περιγράφει την ένταξή του.

Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό αφηγείται:
«Έπρεπε να δούμε όλα τα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα ένα προς ένα και να επιβεβαιώσουμε την αποδοχή εκ μέρους μου των θέσεων της οργάνωσης. Είπα ότι δεν χρειάζεται τόσος κόπος, αφού συμφωνώ με τις θέσεις. Κι αυτό ήταν το πρώτο σημείο τριβής, έπρεπε να αποδείξω ότι συμφωνώ με έναν πιο αναλυτικό τρόπο, που λεγόταν ιδεολογική πάλη» [239].

Η πλάκα και η τρέλα χτυπάνε κόκκινο και στην περιγραφή της σύλληψης και ανάκρισης του Γ. τον Απρίλη του ' 73. Από τους αρχιβασανιστές Μπάμπαλη και Μάλλιο.
«Ο Μπάμπαλης με κοίταξε με νόημα. Δεν φταίω εγώ, μου είπε, αρνείσαι να συνεργαστείς. Με έβαλαν στο ασανσέρ και άρχισαν να με χτυπάνε. Με κατέβασαν στο υπόγειο, υπήρχε εκεί ένας πάγκος. Με ξαπλώσαν πάνω του, με έδεσαν σαν σαλάμι κι άρχισαν να μου κάνουν φάλαγγα μ΄ ένα καδρόνι. Σε λίγο κατέφθασε κι ο Κραβαρίτης. Μού έβγαλαν τις μπότες κι άρχισε ο επιστημονικός φάλαγγας, με κάτι που έμοιαζε με σωλήνα, ήταν όμως ελαστικό, η περίφημη «βοιδόπουτσα». Βογκούσα από τον πόνο. Κάποια στιγμή ο Κραβαρίτης μού κατέβασε το παντελόνι κι άρχισε να μου σφίγγει και να μου στρίβει τα γεννητικά όργανα. Ήταν αυτό που ο φίλος μας Τάκης Παππάς αποκαλούσε «περιστροφή όρχεων δίκην στρόφιγγος».
Θα τα πεις ρε κωλόπαιδο; Φώναζε.
Θα τα πω.
Κι αρχίζει ο Γιώργος ν΄αραδιάζει διάφορες ασυναρτησίες, μπερδεμένα ονόματα, καταστάσεις κ.λπ. για να μην προδώσει τους συναγωνιστές του.
Τον διακόπτει ο Μπάμπαλης «ωραίο παραμύθι, για μαλάκες μας πέρασες;»
«Κοίταξα μακριά» αφηγείται ο Γιώργος, «και τους λέω: Πρέπει να φύγω, έχω παράσταση σε λίγο»
«Καλά είσαι μαλάκας, ρε, πάς για ισόβια με τον 509, τι παράσταση μου λες;»
Νέο ξύλο, πάλι φάλαγγα. Ο Κοτανίδης μουγκρίζει από τον πόνο αλλά συνεχίζει την τρέλα.
- Παρακαλώ ειδοποιήστε το θέατρο ότι θ΄ αργήσω λίγο.
- Ποιο θέατρο ρε μαλάκα, πας για ισόβια, πού βρίσκεσαι;»
Σκηνές τραγικές για κείνους που τα έζησαν. Ο αφηγηματικός τρόπος του Γιώργου όμως, τα κάνει όλα να φαίνονται αλλιώς. Διάβαζα τους διαλόγους της ανάκρισης και δεν σταματούσα να γελώ με την ψυχή μου....

Είμαι τυχερός! Γιατί έζησα αυτά που περιγράφει ο Γιώργος, παρά τη σκληρότητα της εποχής.
Είμαστε μια γενιά που κράτησε τους δεσμούς της. Ακόμη και σήμερα είμαστε πάντα μαζί. Ακόμη κι αν μεσολαβεί πολύς καιρός από τη μια ως την άλλη συνάντηση, η φιλία, η κοινή μας νιότη λειτουργεί σαν τα αναμνηστικά εμβόλια. Συνεχής υπόμνηση, παράλληλη πορεία.
Δεμένοι μεταξύ μας, δυο-δυο κι όλοι μαζί, με εκτίμηση αμοιβαία, με αλληλεγγύη κι έναν αιώνιο έρωτα χωρίς ψιμύθια και απολυτότητες για την Αριστερά. Για την Αριστερά όπως καθένας μας την έχει στο μυαλό και την καρδιά του.

Αισθάνομαι τυχερός που γνώρισα καλά τον Γιώργο Κοτανίδη.
Γιατί ο Γιώργος είναι το είδος του ανθρώπου που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της ιστορικής εξέλιξής του και υποφέρει κιόλας απ΄ αυτά.
Είναι άνδρας- πολλές μαρτυρίες και ήθους και ύφους και επιδόσεων πολλαπλών επιπέδων στο βιβλίο.
Είναι αριστερός, γιατί αγαπάει, πονάει, φοβάται δεν φοβάται, γελά, κλαίει ...
Είναι πολίτης, νοιάζεται και μετέχει.
Είναι δημιουργός, αφήνει ίχνη και αποτυπώματα.
Και πάνω απ΄ όλα είναι ον κοινωνικό, με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και κοινωνική γενναιότητα.

Κλείνοντας επιτρέψτε μου να σας πω με απόλυτη σοβαρότητα ότι με τον Γιώργο και μερικούς άλλους έχουμε ένα μυστικό, το φάρμακο για τα συμπτώματα και τις συνέπειες της κρίσης που βιώνουμε ως χώρα, ως μονάδες και ως πολιτισμός. Τη συνταγή για το φάρμακο θα τη βρείτε διάσπαρτη σαν κώδικα σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Επειδή μπορεί να μην την αναγνωρίσετε, θα σας την περιγράψω:
Σ΄ ένα πολύχρωμο κόσμο, σκεύος ήθελα να πω, ρίχνετε:
1 δόση ανιδιοτελούς πολιτικής δράσης
2 δόσεις αυτοσαρκασμού
2,3,5, όσες δόσεις θέλετε, έρωτα,
Τα αναμιγνύεται με πάθος και ρυθμό χορευτικό και προσθέτετε αργά
10 δόσεις πολιτισμού.
Περιχύνετε με δεμένο σιρόπι φιλίας εγκάρδιας, αληθινής αλληλεγγύης και συνείδησης.
Κι έχετε, αγαπητοί φίλοι, το απόλυτο φάρμακο για όλα τα σημερινά και τα μελλούμενα.
Το κρατούσαμε ίσαμε σήμερα μυστικό με το Γιώργο, αλλά είμαι μαρτυριάρης!

Η ομιλία έγινε στην Καλαμάτα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου "Όλοι μαζί τώρα" του Γιώργου Κοτανίδη_10.12.2012

Ενδιαφέροντα άρθρα

23.05.2023

Μετά τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, τι; του Γ. Βούλγαρη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
22.05.2023

Το τέλος του καιροσκοπικού ριζοσπαστισμού, του Β. Βαμβακά

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
31.05.2022

Μεταπολιτική, μεταδημοκρατία, μετακόμματα, του Γ. Σιακαντάρη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK